...Εκεί, αλλού, παντού θαρρώ πως έζησα τήν Ελλάδα ολόκληρη και με συγκίνησι την κλείνω βαθειά μέσα μου...

Effie

Πολλὰ χρόνια πίσω, ποὺ παρὰ τὴν ἀπομάκρυνσί τους στὸν χρόνο νομίζω πώς δὲν χάνουν τίποτε ἀπὸ τὴν λάμψη τους, θέλω μὲ κάποια νοσταλγία νὰ πορευθῶ ξανὰ στὴν Ἑλλάδα ποὺ ἔζησα. Στὴν Ἑλλάδα ποὺ θάθελα νὰ μεταφέρω τὸν ἀναγνώστη μου, γιὰ νὰ νοιώσῃ σ' αὐτὸ τὸ ὁδοιπορικὸ τὴν ὀμορφιὰ τῆς Πατρίδας μας καὶ τὴν μοναδικότητα τοῦ τοπίου της. Στὴν Ἑλλάδα ποὺ τὸ δειλινὸ εἶναι ἡ πιὸ θεσπέσια, ἡ πιὸ θεϊκὴ ὥρα γιὰ νὰ ζὴ κανεὶς τὴν ἑλληνικὴ φύση. Τίς στιγμὲς ποὺ τὸ πεῦκο φωτίζεται μὲ τίς τελευταῖες ἀκτῖνες τοῦ ἥλιου καὶ χρυσίζει πάνω στὶς γαλάζιες θάλασσες. Στ' ἀκρογιάλια καὶ στὰ βράχια ποὺ ξεθυμαίνει ἀφρισμένο ἀπὸ τὸ καλοκαιριάτικο μελτέμι, κῦμα. Στὴν σιγαλιά του ἀπόβραδου ποὺ λίγα μόνον κυπροκούδουνα, τὸ κελάρυσμα τοῦ νεροῦ ἢ κάποιο μακρόσυρτο μελαγχολικὸ τραγούδι ἑνὸς ψαρᾶ ταράζουν τὴν γαλήνη αὐτῆς τῆς ὥρας. Στὰ περήφανα μὰ τόσο λεπτὰ καὶ καλλίγραμμα βουνά μας, στὰ ἀνθισμένα λειβάδια, στὶς ρεματιὲς μὲ τ΄αηδόνια, ἀνάμεσα σὲ θυμάρια, βασιλικὸ καὶ γιασεμί. Ἐκεῖ, ἀλλοῦ, παντοῦ θαρρῶ πὼς ἔζησα τὴν Ἑλλάδα ὁλόκληρη καὶ μὲ συγκίνησι τὴν κλείνω βαθειὰ μέσα μου.

Ἄρχισα νὰ ἀσχολοῦμαι μὲ τὴν φωτογραφία τὸ 1946. Τὰ θέματα ἁπλᾶ καὶ μᾶλλον παιδικὰ ἀπεικόνιζαν καθημερινὲς σκηνὲς ὅπως τὴν γάτα τοῦ σπιτιοῦ, σχολικὲς συντροφιές, τὸν ἑαυτό μου στὸν καθρέφτη κ.α.

Ξεκινήσαμε μὲ τὸν ἄνδρα μου γιὰ τίς πρῶτες μας ἐκδρομὲς μετὰ τὸ 1950. Ἑλληνολάτρης ὅσο καὶ φυσιολάτρης ἤξερε καλὰ τὴν Ἑλλάδα καὶ κοντά του εἶχα τὴν τύχῃ νὰ γνωρίζω τὸν Τόπο μας, τὴν πηγαία ὀμορφιά του, τοὺς ἁπλοῦς καὶ φιλόξενους Ἕλληνες καὶ τὸ μοναδικὸ στὸν κόσμο εὐαίσθητο καὶ πλούσιο σὲ ἐναλλαγὲς ἑλληνικὸ τοπίο.

Οἱ δρόμοι τότε ἠσαν ἀκόμη ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἅθλιοι καὶ σὲ πολλὰ σημεῖα σχεδὸν ἀδιάβατοι. Πέτρες, λάσπη καὶ βαθειὲς λακκοῦβες σχημάτιζαν ἕνα ψηλὸ σαμάρι ποὺ μποροῦσε νὰ ἀποβῇ μοιραῖο γιὰ τὴν ζωὴ τοῦ αὐτοκινήτου. Πολλὲς φορὲς μπαίναμε σὲ χειμάρρους γεμάτους λιθάρια, κορμοὺς δένδρων καὶ ὅ,τι ἄλλο εἶχε κατεβάσει ἡ ὁρμή του. Ἀλλοτε πάλι γιὰ νὰ περάσουμε στὴν ἀντίπερα ὄχθη ἔπρεπε νὰ διασχίσουμε τὸ ποτάμι δίχως νὰ ξέρουμε ἂν θὰ τὰ καταφέρναμε ἢ ἂν θὰ μέναμε ἐκεῖ στὸ ἔλεος τοῦ ὁρμητικοῦ νεροῦ ποὺ μᾶς ἀπειλοῦσε. Συχνά μας ἐγκατέλειπε ἡ ἐξάτμισις μαρτυρῶντας ἔτσι τὸ πέρασμά μας.

Οἱ κατακτήσεις αὐτὲς ἦταν ἀπὸ τίς μεγαλύτερες ἱκανοποιήσεις μας. Σ' αὐτὰ τὰ σχεδὸν ἀπάτητα μέρη, ἡ φύσις ἦταν μαγευτική. Πίστευα ὅτι ἡ φωτογραφία ἦταν ἀδύνατον ν' ἀποτυπώσῃ τόση ὀμορφιὰ καὶ τέτοιους ἁρμονικοὺς συνδυασμοὺς χρωμάτων.

Πολλὰ ἐρειπωμένα ἐρημοκκλήσια, τότε ἀκόμη ἀνοικτὰ στὸν περαστικὸ διαβάτη, ξεφύτρωναν μέσ' ἀπὸ δένδρα καὶ θάμνους. Ἀπόλυτη γαλήνη τὰ περιέβαλε. Μέσ' ἀπὸ κάποια χαραμάδα μία ἠλιακτίδα φώτιζε μισοσβησμένες τοιχογραφίες, μορφὲς ἁγίων, κι ἔλεγες πὼς τὸ φὼς αὐτὸ σὰν ἕνα μεγάλο ἀστέρι μαρτυροῦσε μία αἰώνια θεϊκὴ παρουσία.

Ἀπὸ τὰ πιὸ ἀγαπημένα μου θέματα ἦταν ἡ θάλασσα, τὰ καϊκια, οἱ ψαρᾶδες μὲ τὰ χαρακωμένα ἀπ' τὴν ἁρμύρα καὶ τὸν ἥλιο πρόσωπα.

Ἀκόμη, σκηνὲς ἀπὸ τὴν ἑλληνικὴ ζωή, τὴν καθημερινότητα καὶ ὅ,τι ἄλλο συνέθετε τὴν ὀμορφιὰ τοῦ Τόπου μας στὶς πιὸ ἁπλές του ἐκδηλώσεις.

Φωτογράφιζα πάντα ἁπλᾶ, χρησιμοποιῶντας περισσότερο τὸ ἔνστικτό μου, πιστεύοντας πὼς ἔτσι ὅλα θὰ ἦσαν πιὸ φυσικά, πιὸ γνήσια, πιὸ ἀληθινά. Μεγάλες δυσκολίες συνάντησα ὅταν θέλησα νὰ φωτογραφίσω πρόσωπα. Κάποτε στὴν Μάνη μὲ κυνήγησαν γυναῖκες μὲ τίς πέτρες...

Τὸ λεύκωμα αὐτὸ δὲν εἶναι οὔτε ἱστορικὸ οὔτε ἐπέχει θέσιν ὁδηγοῦ γιὰ ταξίδια στὴν Ἑλλάδα. Εἶναι ἕνα ὁδοιπορικὸ στὸ ὁποῖον προσπάθησα νὰ κρατήσω ζωντανὰ στὴν μνήμη τῆς γενιᾶς μου, τῶν παιδιῶν μου καὶ ὅσων ἀκόμη σήμερα ἀπολαμβάνουν τὸ ἁπλό, τὸ ὡραῖο κσὶ μποροῦν μὲ τὴν φαντασία τους νὰ ταξειδεύουν σ' αὐτὴν τὴν Ἑλλάδα  ποὺ δὲν ὑπάρχει πιά. Λυπᾶμαι ποὺ μαζὶ μὲ τὴν φωτογραφία δὲν μπόρεσα νὰ κρατήσω ζωντανοὺς τοὺς παλιοὺς γνώριμους ἤχους ποὺ ἦσαν τόσο συνδεδεμένοι μὲ ὅ,τι  συνέθετε τὴν καθημερινὴ ζωὴ στὸν τόπο μας. Χάθηκαν κι αὐτοὶ μαζὶ μὲ τόσες ἄλλες ὀμορφιές. Μὲ πόση λαχτάρα τὸ ἀκοῦμε σ' ἕνα ποίημα τοῦ Ἐλύτη: «Ἄχ! Νὰ μποροῦσα νὰ σώσω αὐτὸν τὸν ἦχο...»

Στὸν σύντροφο τῆς ζωῆς μου, ὀφείλω τὴν μεγαλύτερη εὐγνωμοσύνη γιὰ τὴν ὑπομονή του, τὴν παρότρυνσί του, τὸν ἐνθουσιασμὸ καὶ τὴν ἀγάπη του γιὰ τὸ μικρὸ αὐτὸ  ἔργο ποὺ τόσο ἐπιθυμοῦσε νὰ ἐκδώσω. Θέλω ἀκόμη νὰ εὐχαριστήσω τοὺς πιστούς μας φίλους Θεόδωρο καὶ Καίτη Βρανά, Χρυσόστομο Μάγγο, Νίκο καὶ Νόρα Γρηγοριάδη, Γιάννη καὶ Μαρία Μανουσοπούλου καὶ φυσικὰ τὸν Ὀδυσσέα Ἐλύτη ποὺ σχεδὸν πάντοτε ἀκολουθοῦσαν τίς ἐκδρομές μας. Ἰδιαίτερες εὐχαριστίες ἔχω γιὰ τὰ παιδιά μου Νίκο καὶ Καίτη, ποὺ παρ' ὅλο τὸ τότε νεαρὸ τῆς ἡλικίας τους, πιστὰ καὶ μὲ κέφι στὶς ἐκδρομές μας, εἶχαν τὴν ὑπομονὴ νὰ περιμένουν καὶ τελικὰ μὲ τὴν βοήθειά τους νὰ μετατρέψουν τὸ ὄνειρο τῆς ἐκδόσεως σὲ πραγματικότητα.

                                                                                          

Έφη Κανελλοπούλου 

Κηφισιά, Ιούλιος 1990